- μελετητήριο
- το (Α μελετητήριον)αίθουσα στην οποία γίνεται μελέτη, τόπος μελέτης ή άσκησης, σπουδαστήριο, αναγνωστήριο («κατέβαινεν εἰς τὸ μελετητήριον καὶ διεξῄει τὰς τε πράξεις ἐφεξῆς καὶ τοὺς ὑπέρ αὐτῶν ἀπολογισμούς», Πλούτ.)αρχ.όργανο μελέτης ή άσκησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μελετητής + κατάλ. -τήριον (πρβλ. βουλευ-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.